- ξαρμυρίζω
- ξαρμύρισα, ξαρμυρίστηκα, ξαρμυρισμένος, μτβ. και αμτβ., αφαιρώ ή αποβάλλω την αρμύρα: Βάλε το τυρί στο νερό να ξαρμυρίσει.
Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого). 2014.
Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого). 2014.
ξαρμυρίζω — ξαρμυρίζω, ξαρμύρισα, ξαρμυρισμένος βλ. πίν. 33 … Τα ρήματα της νέας ελληνικής
ξαρμυρίζω — βλ. εξαλμυρίζω … Dictionary of Greek
εξαλμυρίζω — και ξαρμυρίζω και ξαρμίζω και ξαρμυραίνω [αλμυρίζω] 1. αφαιρώ την άλμη τελείως ή εν μέρει 2. χάνω την αλμυρότητά μου … Dictionary of Greek
ξαρμίζω — ξάρμισα, ξαρμίστηκα, ξαρμισμένος, ξαρμυρίζω, αφαιρώ την αρμύρα: Πλενόταν ο μέγας Οδυσσέας ξαρμίζοντας την πλάτη του (Oδύσσεια, μτφρ. Εφταλιώτη) … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)